καπνεργοστάσιο

καπνεργοστάσιο
το
εργοστάσιο κοπής και κατεργασίας καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + εργοστάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. καπνεργοστάσιον, μαρτυρείται από το 1883 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καπνεργοστάσιο — το εργοστάσιο καπνών: Πολλοί εργάτες εργάζονται στα καπνεργοστάσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σιδηροδρόμων Καλαμάτας — Το Μουσείο Σιδηροδρόμων Καλαμάτας λειτουργεί από το 1986 στο νότιο άκρο του Δημοτικού Πάρκου του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος. Το πάρκο αυτό καλύπτει μία έκταση 54 στρεμμάτων και γειτονεύει με μία περιοχή στην οποία υπάρχουν πολλά βιομηχανικά… …   Dictionary of Greek

  • Παπαστράτος — Επώνυμο 3 Ελλήνων βιομηχάνων. 1. Ευάγγελος. (Αγρίνιο 1884 – Αθήνα 1973). Το 1906 συνεταιρίστηκε με τον Σωτήριο Αυγερινό για τη σύσταση της εμπορικής εταιρείας «Αυγερινός – Π.», η οποία αποτέλεσε το κύτταρο απ’ όπου δημιουργήθηκαν αργότερα οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”